-
1 ομολογος
21) соглашающийся, согласный(ὁ. γενέσθαι τινὴ περί τινος Xen.)
2) признанный, установленный Sext.ἐξ ὁμολόγου Polyb. — в силу соглашения или по общему признанию
3) согласующийся, соответствующий(τινι Arst.)
См. также в других словарях:
ὁμολογοῦ — ὁμολογέω to be pres imperat mp 2nd sg (attic) ὁμολογέω to be imperf ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολόγου — ὁμόλογος agreeing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SATURNUS — Oceani ac Tethyos fil. Plato in Tinaeo: Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ω᾿κεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέςθ ην, ἐκ τούτων δὲ Φόρκυχ τε καὶ Κρόνος, καὶ Ρ῾έα, καὶ ὅσοι μετὰ τούτων. At Hesiod. in ortu Deorum, v. 44. cum Caeli uxorem Terram fuisse cecinisset,… … Hofmann J. Lexicon universale
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
ομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδιότητα τού ομολόγου, δηλ. στην αναλογία ή αντιστοιχία γεωμετρικών σχημάτων και χημικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
υπερτροφία — (Ιατρ.). Η αύξηση των διαστάσεων ενός οργάνου, που οφείλεται στην αύξηση του όγκου ή του αριθμού των κυττάρων που το αποτελούν. Η υ. εμφανίζεται συνήθως ως αποτέλεσμα της εντατικής λειτουργίας του οργάνου. Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να το… … Dictionary of Greek